- κροσσωτός
- -ή, -όο πλεγμένος από κρόσσια, κροσσόπλεχτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κροσσωτός — tasselled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροσσωτός — ή, ό (AM κροσσωτός, όν, θηλ. και, ή) αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός νεοελλ. ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» επιθηλιακός ιστός τού οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων… … Dictionary of Greek
κροσσωτά — κροσσωτός tasselled neut nom/voc/acc pl κροσσωτά̱ , κροσσωτός tasselled fem nom/voc/acc dual κροσσωτά̱ , κροσσωτός tasselled fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροσσωτῶν — κροσσωτός tasselled fem gen pl κροσσωτός tasselled masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροσσωτόν — κροσσωτός tasselled masc acc sg κροσσωτός tasselled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροσσωτοῖς — κροσσωτός tasselled masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροσσωτοί — κροσσωτός tasselled masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροσσωτούς — κροσσωτός tasselled masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροσσωτή — κροσσωτός tasselled fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροσσωτήν — κροσσωτός tasselled fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)